Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μάχη ἐγένετο ἐκ π

См. также в других словарях:

  • παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… …   Dictionary of Greek

  • ιππομαχία — η (Α ἱππομαχία) [ιππομάχος] μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BOEDROMIA — nomen habent ἀπὸ τȏυ Βοηδρομεῖν, quod, testibus Hesychiô et Suidâ, est μετὰ ςπουδῆς παραγίνεςθαι, aut potius, sublatô clamore, ut in pugna fieri solet, succurrere. Festi causam Atheniensibus dedit Ion, qui illis auxilio venit, cum ab Eumolpo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… …   Dictionary of Greek

  • νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… …   Dictionary of Greek

  • ωθισμός — ὁ, Α [ὠθίζομαι] 1. ώθηση, σπρώξιμο 2. συνωστισμός κατά τη συμπλοκή σε μάχη («Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμὸς ἐγένετο», Ηρόδ.) 3. φρ. «ὠθισμὸς λόγων» φιλονικία (Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»